- ῥίμφα
- ῥίμφα1 lightly, swiftly οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μεγιγάρυας ὕμνους (ῥαδίως Σ.) I. 2.3 ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 19.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ῥίμφα — lightly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίμφα — Α επίρρ. εύκολα, ελαφρά, γρήγορα (α. «βέβακεν ῥίμφα», Αισχύλ. β. «ῥίμφα ἑ γοῡνα φέρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ., το οποίο εμφανίζει επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. σάφ α, τάχ α). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, παραμένει αμφίβολη, το… … Dictionary of Greek
ῥίμφ' — ῥίμφα , ῥίμφα lightly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
ριμφάρματος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα (α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ. β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, ατος (πρβλ. χρυσ άρματος)] … Dictionary of Greek
ριμφαλέος — α, ον, Α ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, οτρ αλέος)] … Dictionary of Greek
τρωχώ — άω, Α (επικ. τ.) καλπάζω («ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέχω (πρβλ. νωμῶ: νέμω, στρωφῶ: στρέφω)] … Dictionary of Greek
u̯er-3: E. u̯er-ĝh- (*su̯erĝʷh-) — u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh ) English meaning: to turn, press, strangle Deutsche Übersetzung: “drehen, einengen, wũrgen, pressen” Note: nasalized u̯renĝh Root u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh ): “to turn, press, strangle”… … Proto-Indo-European etymological dictionary